Στους περισσότερους αυτόματους αναλυτές και προγράμματα εργαστηριακού λογισμικού ο εσωτερικός έλεγχος ποιότητας διενεργείται με τα διαγράμματα Levey-Jennings και τους κανόνες Westgard. Εκτός των μεθόδων αυτών έχουν προταθεί και εναλλακτικές μέθοδοι, όπως τα αθροιστικά διαγράμματα (Cusum chart), τα διαγράμματα «κινούμενου μέσου» (ΕDMA) (ο μέσος όρος και η SD επαναϋπολογίζεται συνεχώς με προσθήκη της 21ης τιμής και αφαίρεσης της 1ης) και το διάγραμμα SDI (λόγος απόκλισης προς την SD) για την ανίχνευση μικρών συστηματικών σφαλμάτων, που μερικές φορές περνούν απαρατήρητα από το διάγραμμα Levey-Jennings. Επιπλέον, τα διαγράμματα αυτά δεν απαιτούν την απομνημόνευση των κανόνων Westgard. Οι μέθοδοι όμως αυτές δεν θα πρέπει ποτέ να εφαρμόζονται αποκλειστικά, αλλά συμπληρωματικά με τα κλασικά διαγράμματα Levey-Jennings.

Το διάγραμμα Cusum είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στην ανίχνευση μικρών συστηματικών σφαλμάτων. Συγκεκριμένα το Cusum μπορεί να ανιχνεύσει συστηματικές εκτροπές μικρότερες και από 1,5SD σε αντίθεση με το διάγραμμα Levey-Jennings, που ανιχνεύει εκτροπές μεγαλύτερες από 2SD. Η δημιουργία του διαγράμματος Cusum απαιτεί τον υπολογισμό του «συσσωρευτικού αθροίσματος» CS. Το CS (Cummulative Sum) είναι το άθροισμα των απόλυτων διαφορών κάθε δείγματος ελέγχου από τη μέση τιμή (μ0) των ορίων ελέγχου. Η μέση τιμή υπολογίζεται από πολλαπλές μετρήσεις των δειγμάτων ελέγχου. Συγεκριμένα ισχύουν οι σχέσεις:

di  = xi – μ0,    και CS = ∑di    

Η μεγάλη ευαισθησία του διαγράμματος Cusum οφείλεται στο ότι η οποιαδήποτε εκτροπή της τιμής των διαλυμάτων ελέγχου, όσο μικρή και αν είναι (xi – μ0 ≠ 0) θα δημιουργήσει κάποια, μεταβολή έστω και μικρή, συσσωρευτικό άθροισμα, που θα αποκλίνει από τις τιμές του μηδενός. Η κλίση της καμπύλης του αθροίσματος πληροφορεί για το μέγεθος της εκτροπής της μέσης τιμής.

Ο κλασικός στατιστικός έλεγχος ποιότητας, ο οποίος βασίζεται στην ανάλυση διαλυμάτων ελέγχου ανιχνεύει μόνο αναλυτικά σφάλματα. Δεν μπορεί να ανιχνεύσει προ-αναλυτικά και μετα-αναλυτικά σφάλματα. Επιπλέον, δεν μπορεί να ανιχνεύσει χονδροειδή λάθη που προκύπτουν κατά την αναλυτική φάση και οφείλονται σε στιγμιαίες αστοχίες του αναλυτή. Όλα αυτά τα σφάλματα ανιχνεύονται με μεθόδους που χρησιμοποιούν τα ίδια τα αποτελέσματα των ασθενών. Οι μέθοδοι αυτές είναι:

  • Μέθοδοι που χρησιμοποιούν τα αποτελέσματα ενός μόνον ασθενούς: delta check, alert check (όρια πανικού), anion gap (ανιοντικό άνοιγμα). Με το «delta check» μπορούμε να εντοπίσουμε ως επί το πλείστον λάθη στο χειρισμό των δειγμάτων. Τέτοια λάθη μπορεί να είναι η χρήση λιπαιμικού ή αιμολυμένου ορού, η ακατάλληλη δειγματοληψία, η αλλαγή θέσης στην τοποθέτηση των δειγμάτων στον αναλυτή, η αναγραφή λανθασμένων αποτελεσμάτων στο έντυπο απάντησης κ.α. Ως «delta check» ορίζεται η διαφορά μεταξύ του πιο πρόσφατου και του αμέσως προηγούμενου αποτελέσματος στο δείγμα του ίδιου ασθενούς.
  • Μέθοδοι που χρησιμοποιούν τα αποτελέσματα πολλών ασθενών π.χ. ημερήσια μέση τιμή φυσιολογικών αποτελεσμάτων.
  • Μέθοδοι που βασίζονται στη βιολογική διακύμανση των μεταβολιτών μέσα τον ανθρώπινο οργανισμό ή στην ιατρική σημασία των αποτελεσμάτων των ασθενών.

 Στα χημικά εργαστήρια δοκιμών μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλα διαγράμματα (μέσου εύρους και τάσεως) που ελέγχουν την επαναληψιμότητα της μεθόδου, και ως μέση τιμή στόχος μπορεί να τεθεί η μέση ανάκτηση ή η κλίση της καμπύλης βαθμονόμησης, ειδικά όταν δεν υπάρχουν σταθερά δείγματα ελέγχου.

 

ΕΙΡΗΝΗ Δ. ΛΕΪΜΟΝΗ

Δρ. Βιολογίας

Leave a Reply

Your email address will not be published.