12331500Την κυκλοφορία του πρώτου τζελ μεχλωραιθαμίνης στις ΗΠΑ για ασθενείς με σπογγοειδή μυκητίαση σταδίου IA και IB (τύπος δερματικού Τ-λεμφώματος), οι οποίοι έχουν λάβει προηγούμενη δερματική θεραπεία, αποφάσισε ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA).

Το τζελ μεχλωραιθαμίνης, που εφαρμόζεται τοπικά άπαξ ημερησίως, είναι ένα αλκυλιωτικό φάρμακο που ενδείκνυται για την τοπική θεραπεία της σπογγοειδούς μυκητίασης, τύπος δερματικού Τ-λεμφώματος (CTCL), σταδίου IA και IB, σε ασθενείς που έχουν ήδη λάβει δερματική αγωγή.

Η μεχλωραιθαμίνη, κοινώς γνωστή ως μουστάρδα αζώτου, είναι ένας χημειοθεραπευτικός παράγοντας που έχει λάβει προηγούμενη έγκριση για την ενδοφλέβια θεραπεία της σπογγοειδούς μυκητίασης, τον πιο συχνό τύπο δερματικού Τ-λεμφώματος. Η μεχλωραιθαμίνη είναι μία από τις προτεινόμενες δερματικές θεραπευτικές αγωγές για MF-CTCL πρώιμου σταδίου, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες Οδηγίες Κλινικής Πρακτικής στην Ογκολογία (NCCN Guidelines®) του Εθνικού Γενικού Αντικαρκινικού Δικτύου (National Comprehensive Cancer Network® – NCCN®).

Η σπογγοειδής μυκητίαση είναι ο πιο συχνός τύπος δερματικού Τ-λεμφώματος, μια σπάνια μορφή non-Hodgkin λεμφώματος. Η αιτία της σπογγοειδούς μυκητίασης παραμένει άγνωστη και η ίδια η νόσος ανίατη. Σε αντίθεση με τα περισσότερα non-Hodgkin λεμφώματα, η σπογγοειδής μυκητίαση προκαλείται από κακοήθη Τ-κύτταρα. Τα κακοήθη κύτταρα T στο σώμα παρουσιάζουν αρχικά μετάσταση στο δέρμα, προκαλώντας την εμφάνιση διαφόρων βλαβών. Αυτές οι βλάβες συνήθως εμφανίζονται ως εξανθήματα και ενδέχεται να εξελιχθούν και να σχηματίσουν πλάκες και παραμορφωτικούς όγκους. Οι περιπτώσεις σε πρώιμο στάδιο μπορεί να διαγνωστούν λανθασμένα ως άλλες δερματικές παθήσεις έως ότου γίνει οριστική διάγνωση, μετά από βιοψία του δέρματος. Οι περισσότερες περιπτώσεις σπογγοειδούς μυκητίασης είναι πρώιμου σταδίου και η διάγνωσή τους γίνεται σε ασθενείς άνω των 50 ετών. Στις ΗΠΑ, περίπου 20.000 ασθενείς έχουν διαγνωστεί προς το παρόν με MF-CTCL σταδίου IA-IB, γεγονός που καθιστά τη νόσο σπάνια ή ορφανή.

«Η κυκλοφορία του τζελ μεχλωραιθαμίνης αποτελεί θαυμάσιο νέο για τους ασθενείς και την ιατρική κοινότητα. Οι γιατροί έχουν πλέον την επιλογή να παρέχουν μια θεραπεία στους ασθενείς με MF-CTCL, χάρη στο πρώτο σκεύασμα μεχλωραιθαμίνης τοπικής εφαρμογής που έχει λάβει έγκριση από τον FDA, βάσει αυστηρών κλινικών δεδομένων που υποστηρίζουν τη χρήση του», σχολιάζει η διδάκτωρ Ιατρικής Γιουν Κιμ, υπεύθυνη για την έρευνα για το δερματικό λέμφωμα στο Ινστιτούτο Joanne and Peter Haas Jr., καθηγήτρια δερματολογίας και διευθύντρια της Διεπιστημονικής Κλινικής Δερματικού Λεμφώματος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ.

«Η τοπική χρήση μεχλωραιθαμίνης έχει δοκιμαστεί εδώ και αρκετές δεκαετίες» συμπληρώνει ο Δρ Στιούαρτ Λέσσιν, πρώην διευθυντής Δερματολογίας στο Αντικαρκινικό Κέντρο Fox Chase, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Δερματικού Λεμφώματος και επικεφαλής ερευνών στην μελέτη αναφοράς για το τζελ. «Με την κυκλοφορία του, οι γιατροί μπορούν να χορηγούν χωρίς ενδοιασμούς αυτό το διαθέσιμο και εγκεκριμένο από τον FDA σκεύασμα, παράλληλα με προγράμματα υποστήριξης και οικονομικής βοήθειας για τους ασθενείς που το χρειάζονται, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η ενημέρωση και η πρόσβαση στο φάρμακο».

Προσοχή στη χορήγηση
Οι φροντιστές πρέπει να φορούν γάντια νιτριλίου μίας χρήσης κατά την εφαρμογή και να αποφεύγουν την απευθείας επαφή με το δέρμα. Το τζελ μεχλωραιθαμίνης προορίζεται μόνο για τοπική δερματολογική χρήση. Επειδή είναι ένα κυτταροτοξικό φάρμακο, πρέπει να αποφεύγεται η απευθείας επαφή του με το δέρμα σε άτομα που δεν είναι ασθενείς, λόγω κινδύνου δερματίτιδας, βλάβης του βλεννογόνου και δευτεροπαθών καρκίνων. Η χρήση του αντενδείκνυται σε ασθενείς με ιστορικό σοβαρής ή συστηματικής υπερευαισθησίας στη μεχλωραιθαμίνη ή τα ανενεργά συστατικά.

Η επαφή με τους βλεννογόνους, ειδικά αυτούς των οφθαλμών, πρέπει να αποφεύγεται. Η έκθεση των οφθαλμών στη μεχλωραιθαμίνη μπορεί να προκαλέσει άλγος, εγκαύματα, οίδημα, φωτοφοβία, θολή όραση και σε ορισμένες περιπτώσεις σοβαρό και μακροχρόνιο τραυματισμό του οφθαλμού.

Οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για μη-μελάνωμα καρκίνο του δέρματος κατά τη διάρκεια και μετά τη θεραπεία με τζελ μεχλωραιθαμίνης. Οι πιο συχνή ανεπιθύμητη αντίδραση είναι η δερματίτιδα, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι σοβαρή, με αποτέλεσμα να απαιτούνται είτε αλλαγές στη δοσολογία είτε και διακοπή της θεραπείας. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς ενδέχεται να είναι πιο επιρρεπείς στη δερματίτιδα. Οι γυναίκες δεν πρέπει να μένουν έγκυες ή να θηλάζουν κατά τη χρήση του τζελ μεχλωραιθαμίνης λόγω πιθανού κινδύνου για το έμβρυο. Το τζελ μεχλωραιθαμίνης, είναι τζελ με βάση την αλκοόλη και θα πρέπει να αποφεύγεται η επαφή με εστίες φωτιάς, φλόγα και κάπνισμα μέχρι να στεγνώσει.

Πηγή.In.gr

Leave a Reply

Your email address will not be published.