Thursday , July 3 2014
Breaking News
Home / ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ / Διασφάλιση Ποιότητας των μετρήσεων: Προ-αναλυτικοί παράγοντες

Διασφάλιση Ποιότητας των μετρήσεων: Προ-αναλυτικοί παράγοντες

  • Tweet

 

ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΙΜΟΛΗΨΙΑΣ

 Η χρήση ελαστικής περιχειρίδας για την πρόκληση φλεβικής στάσης κατά την αιμοληψία δεν θα πρέπει να παρατείνεται πέρα του απολύτως αναγκαίου χρόνου, διότι οδηγεί σε ψευδή αύξηση της συγκέντρωσης πρωτεϊνών και ουσιών, που βρίσκονται μερικώς ή πλήρως συνδεδεμένες με τις πρωτεΐνες, όπως το ασβέστιο, ο χαλκός, τα λιπίδια, η θυροξίνη, η κορτιζόλη και η τεστοστερόνη. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στην περίπτωση του ασβεστίου (ολικού και ιοντισμένου) λόγω των μικρών ορίων των τιμών αναφοράς του και των προβλημάτων ερμηνείας που μπορούν να δημιουργηθούν. Συνιστάται, όπου είναι εφικτό, η λήψη για το ασβέστιο να γίνεται χωρίς τη χρήση περιχειρίδας και σε γυάλινα σωληνάρια.

Η τοπική υποξία που δημιουργείται από την παρατεταμένη στάση του αίματος δημιουργεί επίσης, ψευδή αύξηση της συγκέντρωσης ενδοκυττάριων ουσιών, όπως το κάλιο, το μαγνήσιο και ο φώσφορος, λόγω της εξόδου των ουσιών αυτών από τα κύτταρα προς το πλάσμα.

ΥΛΙΚΑ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ – ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΑ

Τα υλικά αιμοληψίας, σύριγγες και σωληνάρια, είναι δυνατόν να επηρεάσουν το τελικό αποτέλεσμα των εργαστηριακών αναλύσεων. Αναφέρεται ως παράδειγμα ότι το ασβέστιο προσροφάται στα πλαστικά σωληνάρια, ενώ η ACTH προσροφάται άμεσα και σταθερά στις γυάλινες σύριγγες.

Για τη διενέργεια εξετάσεων από δείγματα που έχουν ληφθεί με αντιπηκτικές ουσίες θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι:

Α) Η ηπαρίνη προκαλεί ψευδή αύξηση της συγκέντρωσης της ελεύθερης Τ3  και ελεύθερης Τ4 και ψευδή ελάττωση της τιμής της όξινης φωσφατάσης.

Β) Τα φθοριούχα προκαλούν ψευδή ελάττωση της τιμής της ουρίας.

Γ) Τα οξαλικά επηρεάζουν τους προσδιορισμούς της αμυλάσης, της όξινης φωσφατάσης, της γαλακτικής δεϋδρογενάσης (L.D.H.), του φωσφόρου και της ινσουλίνης.

Δ) Το EDTA προκαλεί ψευδή ελάττωση της αλκαλικής φωσφατάσης, της κρεατινικής φωσφοκινάσης (C.P.K.), δεσμεύει το ασβέστιο και τέλος δίδει ψευδείς (αυξημένες) τιμές του καλίου ή του νατρίου, ανάλογα της περιεκτικότητάς του σε Κάλιο ή Νάτριο (EDTA-K, EDTA-Na).  

ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ – ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ

Ιδιαίτερη φροντίδα πρέπει να καταβάλεται κατά τη δειγματοληψία προκειμένου να αποφευχθούν οι ποσοτικές και ποιοτικές αλλοιώσεις του δείγματος. 

Για παράδειγμα, τεχνητή αιμόλυση στο δείγμα είναι δυνατόν να συμβεί λόγω πολύ μικρού διαμετρήματος της βελόνας αιμοληψίας ή πολύ έντονης έλξης του εμβόλου της σύριγγας, σχηματισμού αφρού, πολύ έντονων κινήσεων για τη μείξη ή κατάψυξης.

 ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΟΡΟΥ:

Περίπου 15-30 λεπτά μετά τη λήψη του αίματος πρέπει να γίνεται ο διαχωρισμός του ορού. Στο χρονικό αυτό διάστημα, η πήξη έχει μετά βεβαιότητας ολοκληρωθεί και τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι ακόμα ακέραια. Η μεταφορά πλήρους αίματος επιτρέπεται μόνο αν αυτή δε διαρκεί πάνω από 1-2 ώρες, ή όταν δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά (π.χ. προσδιορισμός ομάδων αίματος). Εξαιτίας της εξόδου κυτταροπλασματικών συστατικών των ερυθροκυττάρων μέσα στο πλάσμα του ορού, τα αιμολυμένα δείγματα είναι ακατάλληλα για τον προσδιορισμό των τρανσαμινασών, της γαλακτικής δεϋδρογενάσης, της όξινης φωσφατάσης, της λιπάσης, της χολερυθρίνης, του καλίου, του μαγνησίου, του φωσφόρου, του σιδήρου, της ινσουλίνης, της γαστρίνης, της ACTH και της προγεστερόνης. Επίσης, λόγω της συνεχιζόμενης γλυκόλυσης, κατά την παραμονή του αφυγοκέντρητου δείγματος, παρατηρούνται χαμηλές τιμές γλυκόζης και υψηλές τιμές πυροσταφυλικού και γαλακτικού οξέος.

Ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία από τα διάφορα εργαστήρια, είναι δυνατόν να απαιτηθεί η προσθήκη ειδικών συντηρητικών ουσιών στα διάφορα βιολογικά δείγματα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στα ούρα για τη συντήρηση του δείγματος μέχρι την εκτέλεση της εξέτασης χρειάζονται οι εξής συντηρητικές ουσίες:

  • Τολουόλιο: σε ούρα 24ώρου, για 17-κετοστεροειδή, 17-υδροξυ-κορτικοειδή, οιστρογόνα, πρεγναδιόλη
  • HCl: σε ούρα 24ώρου, για V.M.A., κατεχολαμίνες, υδροξυπρολίνη, 5-ινδολοξεικό οξύ.

 ΑΤΕΛΗΣ ΜΕΙΞΗ:

  • Σχηματισμός πήγματος σε αίμα που έχει ληφθεί μέσα σε σωληνάριο με κιτρικό νάτριο, EDTA ή ηπαρίνη.
  • Ούρα συλλογής: Συχνά δεν αποστέλλεται όλη η ποσότητα των ούρων στο εργαστήριο, αλλά μόνο ένα δείγμα. Κρυσταλλικά συστατικά που έχουν καθιζάνει μπορούν με τον τρόπο αυτόν να μην περιληφθούν στο προς ανάλυση δείγμα (π.χ. ασβέστιο, ουρικό οξύ, οξαλικά άλατα), εάν δεν γίνει καλή ανατάραξη και μείξη των ούρων πριν πό τη λήψη του δείγματος.
  • Η απώλεια παραπρωτεΐνης: Μέσα σε ορό ή ούρα που έχουν ψυχθεί έντονα ή παγώσει. Για την αποφυγή του φαινομένου γίνεται επαναθέρμανση στους 37 οC.
  • Κατά τη λήψη του δείγματος απώλεια λιποπρωτεϊνών που καθιζάνουν. Για την αποφυγή του φαινομένου απαιτείται καλή ανάμειξη πριν από τον προσδιορισμό

ΜΕΤΑΦΟΡΑ (ΠΑΡΕΙΣΦΡΗΣΗ) ΑΛΛΩΝ ΟΥΣΙΩΝ

  • Εγχύσεις: Δεν πρέπει να γίνεται λήψη αίματος από μία φλεβική γραμμή που χρησιμοποιείται για έγχυση, επειδή είναι δυνατή η πρόσμειξη στο δείγμα ουσιών από το περιεχόμενο του εγχυόμενου διαλύματος. Αυτό το γεγονός αφορά ιδιαίτερα συχνά σε γλυκόζη και κάλιο.
  • Ψευδώς υψηλά επίπεδα αλκοόλης μπορούν να οφείλονται στην απολύμανση του δέρματος με οινόπνευμα.
  • Προσμείξεις ιχνοστοιχείων: το φαινόμενο παρατηρείται όταν χρησιμοποιούνται ακατάλληλα δοχεία ή στρόφιγγες (π.χ. αργίλιο, μόλυβδος, κάδμιο, θάλλιο).

 ΑΡΑΙΩΣΗ:

  • Κατά τη λήψη από φλεβική γραμμή έγχυσης μπορεί να γίνει αραίωση του δείγματος από το χορηγούμενο διάλυμα.
  • Κατά τη λήψη τριχοειδικού αίματος η πίεση στη θέση εντομής μπορεί να οδηγήσει σε αραίωση με ιστικά υγρά.

 ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ

ΕΤΕΡΟ- ΚΑΙ ΑΥΤΟΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ

 ΡΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ: πρόκειται για αυτοαντισώματα εναντίον ανθρώπινων μορίων ανοσοσφαιρινών G (IgG) (που ανήκουν στον οργανισμό) και τα οποία μπορούν να προκαλέσουν διαταραχές σε διάφορες ανοσοδοκιμασίες. Για παράδειγμα, κατά την ανίχνευση ειδικών για ένα λοιμώδη παράγοντα ανθρώπινων αντισωμάτων IgM, στην οροδιαγνωστική των λοιμωδών νόσων, οι ρευματοειδείς παράγοντες μπορούν να προκαλέσουν, λόγω παρεμβολής, εσφαλμένα αποτελέσματα.

 ΑΥΤΟΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ: εναντίον της ινσουλίνης, της Τ3, της Τ4 ή της θυρεοσφαιρίνης μπορούν να δημιουργήσουν εσφαλμένη εικόνα για τη συγκέντρωση των αντίστοιχων ουσιών.

 HAMA (HumanAntimouseAntibodies): πρόκειται για ανθρώπινα αντισώματα εναντίον ανοσοσφαιρινών του ποντικού και σχηματίζονται ως ανοσοαπάντηση, όταν ο οργανισμός για θεραπευτικούς ή διαγνωστικούς λόγους έρχεται σε επαφή με μονοκλωνικά αντισώματα. Τότε προκαλούν ψευδώς υψηλά ή ψευδώς χαμηλά αποτελέσματα.

 ΠΕΡΙΣΣΕΙΑ ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ

Πρόκειται για το φαινόμενο προζώνης ή φαινόμενο αγκύλης υψηλής ζώνης. Σε ανοσοβιολογικές δοκιμασίες είναι δυνατόν το σήμα μέτρησης να μειώνεται παρά την αύξηση της συγκέντρωσης, όταν η συγκέντρωση υπερβαίνει πολύ την περιοχή μέτρησης. Στην περίπτωση ουσιών που υπάρχουν σε πολύ χαμηλές (αλλά και σε πολύ υψηλές) συγκεντρώσεις, σε σχέση πάντα με την περιοχή μέτρησης, π.χ. λευκωματίνη των ούρων, χοριακή γοναδοτροφίνη, HbsAg, θυρεοσφαιρίνη είναι δυνατόν να προκύψουν ψευδώς χαμηλά ή αρνητικά αποτελέσματα. Το πρόβλημα αυτό πρέπει να λυθεί μέσα στο Κλινικό Εργαστήριο, η ύπαρξή του όμως πρέπει να είναι αναμενόμενη από τον ιατρό, επειδή τα αποτελέσματα θα είναι ασύμβατα με την κλινική εικόνα του ασθενούς.

ΕΞΑΝΤΛΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑΤΟΣ

 Όταν υπάρχει πολύ υψηλή ενζυματική ενεργότητα μέσα σε ένα δείγμα, τότε το υπόστρωμα που προστίθεται για τη δοκιμασία είναι δυνατόν να αναλωθεί τόσο γρήγορα, ώστε να προκύψουν ψευδώς χαμηλά ή αρνητικά αποτελέσματα. Σύγχρονοι αυτόματοι αναλυτές συνήθως αναγνωρίζουν το πρόβλημα.

ΔΙΑΣΤΑΥΡΟΥΜΕΝΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ (ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ) Ή ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΕΝΖΥΜΑ)

Μέσα σε διαγνωστικά δοκιμαστικά συστήματα το προστιθέμενο αντίσωμα, προκειμένου για μέτρηση αντιγόνου, ή το προστιθέμενο ένζυμο, προκειμένου για μέτρηση υποστρώματος, ενδεχομένως μπορούν να αντιδράσουν, όχι μόνο με την ουσία που οφείλουν να μετρήσουν, αλλά και με ομοιάζοντα, δομικώς συγγενή μόρια. Με το μηχανισμό αυτό δίδεται μία ψευδής εντύπωση αυξημένης συγκέντρωσης της μετρούμενης ουσίας. Στην περίπτωση χημικών αντιδράσεων, στις οποίες δε συμμετέχει ενζυματικός καταλύτης, η έλλειψη υψηλής ειδικότητας είναι ακόμα πιο συχνή.

ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ

Μετά από σπινθηρογράφημα, η παρουσία ραδιενέργειας στο αίμα και τα ούρα ενδέχεται να επηρεάσει ραδιοανοσολογικές δοκιμασίες.

 

ΕΙΡΗΝΗ Δ. ΛΕΪΜΟΝΗ

Δρ. Βιολογίας

  • Tweet

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*

You may use these HTML tags and attributes: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <strike> <strong>